- λειτόν
- λειτόν (Α)(κατά τον Ησύχ.) «βλάσφημον».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
литургия — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (греч. λεῖτον – общество и ἔργον дело; λειτουργία – буквально… … Словарь церковнославянского языка
Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
Γουέμπ, Μέρι — (Mary Meredith Webb, Λέιτον 1881 – Λονδίνο 1927). Αγγλίδα συγγραφέας. Έλαβε κατ’ οίκον εκπαίδευση, ενώ από μικρή ξεκίνησε να γράφει ποιήματα και ιστορίες. Η πρώτη νουβέλα της, Golden Arrow,εκδόθηκε το 1916. Βαθύτατα επηρεασμένη από την αγγλική… … Dictionary of Greek
Κάμερον, Βέρνεϊ Λόβετ — (Verney Lovett Cameron, Ρέντπολ, Ντόρσετ 1844 – Λέιτον, Μπάζαρντ 1894). Άγγλος εξερευνητής. Το 1872 η Γεωγραφική Εταιρεία του Λονδίνου τον έστειλε στην Αφρική σε αναζήτηση του Λίβινγκστον, για την τύχη του οποίου δεν υπήρχαν πληροφορίες. Ο Κ.… … Dictionary of Greek